ἡμιφυής

ἡμιφυής
ἡμι-φυής, ές, halbwüchsig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιφυές — ἡμιφυής half grown masc/fem voc sg ἡμιφυής half grown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”